- σκηπτουχίᾳ
- σκηπτουχίαι , σκηπτουχίαbearing of a stafffem nom/voc plσκηπτουχίᾱͅ , σκηπτουχίαbearing of a stafffem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηπτουχία — σκηπτουχίᾱ , σκηπτουχία bearing of a staff fem nom/voc/acc dual σκηπτουχίᾱ , σκηπτουχία bearing of a staff fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτουχία — η, ΝΑ [σκηπτοῡχος] το να φέρει κανείς σκήπτρο ή ράβδο ως σύμβολο εξουσίας, ηγεμονία αρχ. 1. το αξίωμα ή η εξουσία Πέρση σκηπτούχου 2. (γενικά) εξουσία … Dictionary of Greek
σκηπτουχίας — σκηπτουχίᾱς , σκηπτουχία bearing of a staff fem acc pl σκηπτουχίᾱς , σκηπτουχία bearing of a staff fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτουχίαι — σκηπτουχία bearing of a staff fem nom/voc pl σκηπτουχίᾱͅ , σκηπτουχία bearing of a staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτουχίαν — σκηπτουχίᾱν , σκηπτουχία bearing of a staff fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτροκρατία — ἡ, Α [σκηπτροκρατῶ] η σκηπτουχία … Dictionary of Greek